κατακάθαρος

κατακάθαρος
-η, -ο
(επιτ. τού καθαρός)
1. πολύ καθαρός («κατακάθαρα ρούχα»)
2. αίθριος, διαυγής (α. «κατακάθαρος ουρανός» β. «κατακάθαρο νερό»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κατακάθαρος — η, ο πολύ καθαρός: Είναι κατακάθαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • ολοκάθαρος — η, ο (Μ ὁλοκάθαρος, ον) εντελώς καθαρός, κατακάθαρος, πεντακάθαρος νεοελλ. 1. διαυγέστατος 2. σαφέστατος («ολοκάθαρο νόημα») 3. τιμιότατος, αγνότατος …   Dictionary of Greek

  • ολοκάθαρος — η, ο 1. ο πολύ καθαρός, κατακάθαρος: Τα σεντόνια του ξενοδοχείου ήταν ολοκάθαρα. 2. ο πολύ διαυγής: Ολοκάθαρο νερό, πηγάδι. 3. μτφ., αγνός, αψεγάδιαστος: Είναι ολοκάθαρος από τη βρομιά αυτής της υπόθεσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεντακάθαρος — η, ο ο πολύ καθαρός, ο κατακάθαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”